κρασπεδόομαι

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.

Greek Monotonic

κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.