ἐπιλήπτωρ

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A censurer, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Timo 45.2.

German (Pape)

[Seite 958] ορος, ὁ, der Angreifende, Tadelnde, Timon. bei D. L. 9, 25 u. Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιτιμῶν, ἐπιτιμητής, ψέκτης, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Τίμων παρὰ Πλουτ. ἐν Περικλ. 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui réprimande, censeur.
Étymologie: ἐπιλαμβάνω.

Greek Monotonic

ἐπιλήπτωρ: -ορος, ὁ, επικριτής, παρά Πλούτ.