A v. βαίνω.
βέβᾰσαν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
3ᵉ pl. pqp. Pass. de βαίνω.
βέβᾰσαν: συγκεκ. τύπος αντί ἐβεβήκεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του βαίνω.