μεταστατέον

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must alter, Isoc. 5.132.

Greek (Liddell-Scott)

μεταστᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθ., τοῦ μεθίστημι, δεῖ μεθιστάναι, Ἰσοκρ. 109Β.

Greek Monotonic

μεταστᾰτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τροποποιηθεί, σε Ισοκρ.