ῥυσαίνομαι

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.

Greek Monolingual

και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.

Greek Monotonic

ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.