θράττω

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.

French (Bailly abrégé)

att. p. θράσσω.

Greek Monolingual

θράττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. θράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].

Greek Monotonic

θράττω: Αττ. αντί θράσσω.