χρησμοποιός

Revision as of 21:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

όν,

   A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.