φανεῖμεν

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Greek (Liddell-Scott)

φανεῖμεν: ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.

Greek Monotonic

φανεῖμεν: ποιητ. αντί -είημεν. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.