πολυεργής

Revision as of 21:13, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές, = sq.1, AP7.400 (Serapio).    II = sq. 11, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.111.

German (Pape)

[Seite 662] ές, = πολύεργος, φώς, Serapis ep. (VII, 400).

Greek (Liddell-Scott)

πολυεργής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 400

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύεργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολιγο-εργής].

Greek Monotonic

πολυεργής: -ές, = το επόμ., σε Ανθ.