αὐτόπολις

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

πόλις

   A free, independent state, Th.5.79.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.

Spanish (DGE)


libre, independiente de ciu. αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.

Greek Monolingual

αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.

Greek Monotonic

αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.