A v. δέχομαι.
δέχαται: ἴδε ἐν λ. δέχομαι.
3ᵉ pl. pf. épq. de δέχομαι.
see δέχομαι.
δέχαται: Επικ. γʹ πληθ. αορ. βʹ του δέχομαι.