φιλοψυχητέον

Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must love life, Pl. Grg.512e, = M.Ant.7.46.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοψῡχητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ φιλοψυχεῖν, Πλάτ. Γοργ. σ. 512Ε.

Greek Monotonic

φῐλοψῡχητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αγαπά την ζωή, σε Πλάτ.