ἀπόναιο

Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἀποναίατο,

   A v. ἀπονίναμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.

English (Autenrieth)

see ἀπονίνημι.

Spanish (DGE)

ἀποναίατο v. ἀπονίναμαι.

Greek Monotonic

ἀπόναιο: γʹ ενικ. ευκτ. του ἀπονίναμαι· ἀπ-οναίατο, γʹ πληθ.