ἀποτειχισμός

Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀποτείχισις 1, Plu.Nic.18, etc.

German (Pape)

[Seite 330] ὁ, dasselbe, Plut. Nic. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτειχισμός: -οῦ, ὁ, = ἀποτείχισις, Ι., Πλουτ. Νικ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ construcción de un muro Plu.Nic.18.

Greek Monolingual

ἀποτειχισμός, ο (Α)
η αποτείχισις.

Greek Monotonic

ἀποτειχισμός: ὁ, = ἀποτείχισις, σε Πλούτ.