ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.
ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.
impf. ἥρμοττον;c. ἁρμόζω.
ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.
ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.