[Seite 449] s. βάλλω.
βλήεται: ἴδε ἐν λ. βάλλω.
3ᵉ sg. sbj. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
see βάλλω.
v. βάλλω.
βλήεται: αντί βλήηται, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του βάλλω.