βήξ

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

βηχός,

   A cough, ὁ, Th.2.49; ἡ, Hp.Prog.14, Phryn.Com.60, Arist.de An.420b33, Thphr.HP3.18.3.

German (Pape)

[Seite 442] βηχός, ἡ, der Husten, Arist. de an. 2, 8 u. Sp.; als masc., μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ Thuc. 2, 49, u. sonst; s. Lob. Paralip. p. 101.

Greek (Liddell-Scott)

βήξ: βηχός, (βήσσω) κ. βήχας· τὸ γένος ἀβέβαιον ἐν Ἱππ. Προγν. 41, Ἀφ. 1247· ἀρσεν. παρὰ Θουκ. 2. 49· θηλ. παρὰ Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστ. Ψυχ. 2. 8, 11, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 3.

French (Bailly abrégé)

βηχός (ἡ ou ὁ)
toux.
Étymologie: cf. βήσσω.

Spanish (DGE)

-χός, ἡ

• Morfología: [ὁ Th.2.49; sg. ac. βῆκα PMag.7.203]
tos ἰσχυρός Th.l.c., ξηρή Hp.Epid.1.1, ὀξείη Hp.Int.8, σκληρή Hp.Morb.2.60, cf. Phryn.Com.64, σπασμώδης I.BI 1.662, ἐνδελεχής Plu.2.461b
como ejemplo de sonido no significativo, Arist.de An.420b33, cf. Thphr.HP 3.18.3, πρός βῆκα contra la tos, PMag.l.c.

• Etimología: Origen onomat.

Greek Monotonic

βήξ: βηχός, ὁ και ἡ (βήσσω), βήχας, βήξιμο, σε Θουκ.