A v. βιβρώσκω.
βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.
2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.
v. βιβρώσκω.
βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.