βεβρώθοις

Revision as of 21:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A v. βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

v. βιβρώσκω.

Greek Monotonic

βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.