γενειάτης

Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ᾱ], Ep. and Ion. γενει-ήτης, ου, ὁ,

   A bearded, Theoc. 17.33, Luc.Bis Acc.28, Jul.Or.4.131a, Call.Dian.90:—fem. γενει-ᾶτις, τρίγλα Sophr.31; Ion. γενειῆτις τρίγλη Eratosth.12.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, Θεόκρ. 17. 33· Ἰων.–ειήτης Καλλ. εἰς Ἄρ. 90· - θηλ.-ειᾶτις, ιδος, ἢ -εᾶτις Σώφρων· παρ΄ Ἀθην. 324F.

Greek Monolingual

γενειάτης και γενειήτης, ο (Α) γένειον
αυτός που έχει γένεια, ο γενειοφόρος.

Greek Monotonic

γενειάτης: [ᾱ], -ου, ὁ, γενειοφόρος, σε Θεόκρ.