γελοίων

Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, v. sub γελάω.

Greek (Liddell-Scott)

γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.

Greek Monotonic

γελοίων: γελοίωντες, γελόω, γελόωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.