διείρηκα

Revision as of 22:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. διερῶ.

German (Pape)

[Seite 618] s. διερῶ.

Greek (Liddell-Scott)

διείρηκα: ἴδε ἐν λ. διερῶ˙ - διείρομαι, ἴδε ἐν λ. διέρομαι.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de *διέρω.

Greek Monotonic

διείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του δι-ερῶ, δι-εῖπον.