Διπολιώδης

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,

   A like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.

Spanish (DGE)

(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.

Greek Monotonic

Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.