δύνηαι

Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. épq. de δύναμαι.

Greek Monotonic

δύνηαι: Επικ. αντί δύνῃ, βʹ ενικ. υποτ. του δύναμαι.