δολιχοδρομέω

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A run the δόλιχος, Aeschin. 3.91.

German (Pape)

[Seite 654] den Dolichos laufen, Aesch. 3, 91; στάδιον Poll. 3, 146.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχοδρομέω: τρέχω τὸν δόλιχον, Αἰσχίν. 66. 32.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fournir la course du long stade.
Étymologie: δολιχοδρόμος.

Spanish (DGE)

correr el δόλιχος Aeschin.3.91, ὁ δὲ ἄριστα δολιχοδρομήσων τοὺς μὲν ὤμους καὶ τὸν αὐχένα κεκρατύσθω Philostr.Gym.32, cf. Tz.Comm.Ar.2.385.13.

Greek Monotonic

δολῐχοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω τον δόλιχον, σε Αισχίν.