ἐγκερτομέω

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A abuse, mock at, E.IA1006.

German (Pape)

[Seite 707] beschimpfen, schmähen, τινί, Eur. I. A. 1006.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκερτομέω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, ὑβρίζω, τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1006.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐν, κερτομέω.

Spanish (DGE)

burlarse ψευδῆ λέγων δὲ καὶ μάτην ἐγκερτομῶν, θάνοιμι E.IA 1006.

Greek Monotonic

ἐγκερτομέω: μέλ. -ήσω, εμπαίζω, περιγελώ, βρίζω, τινί, σε Ευρ.