δυσεξαρίθμητος
English (LSJ)
ον,
A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
Greek Monolingual
δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.
Greek Monotonic
δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.