2ᵉ pl. ao.2 ind. de *εἴδω;(épq.) 2ᵉ pl. pf.2 sbj. de *εἴδω.
εἴδετε: Επικ. αντί εἴδητε, βʹ πληθ. υποτ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.