ἐδείδιμεν

Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἐδᾰφ-δῐσαν,

   A v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.

English (Autenrieth)

see δείδω.

Greek Monotonic

ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.