ἐλλοπιεύω
English (LSJ)
(ἔλλοψ)
A fish, Theoc.1.42: ἐλλοπεύω corrupt in EM 331.49.
German (Pape)
[Seite 801] fischen, Theophr. 1, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλοπιεύω: (ἔλλοψ) ἐπὶ τὴν τῶν ἰχθύων ἄγραν μοχθῶ, ἁλιεύω, Θεόκρ. 1. 42· - ὁ τύπος ἐλλοπεύω ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 331, 49, φαίνεται πλημμελὴς γραφή.
French (Bailly abrégé)
pêcher.
Étymologie: ἔλλοψ.
Spanish (DGE)
pescar abs., Theoc.1.42.