[ᾰ],
A v. πήγνυμι.
ἐπάγην: ᾰ , ἴδε πήγνυμι.
ao.2 Pass. de πήγνυμι.
see πήγνῦμι.
ἐπάγην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του πήγνυμι.