ἐπιδάμιος, Dor. for ἐπιδημ-.
[Seite 934] dor. = ἐπίδημος.
ἐπίδᾱμος: ἐπιδάμιος, Δωρ. ἀντὶ ἐπίδημος, ἐπιδήμιος.
dor. c. ἐπίδημος.
επιδάμιος κ.λπ.βλ. επίδημος.
ἐπίδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ἐπίδημος.