ἐπειρωτάω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

or ἐπειξ-έω, ἐπειρώτημα, ἐπείξ-ησις, Ion. for ἐπερ-.

German (Pape)

[Seite 911] ion. = ἐπερωτάω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπειρωτάω: ἢ -έω, ἐπειρώτημα, -τησις, Ἰων. ἀντὶ ἐπερ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐπερωτάω.

Greek Monotonic

ἐπειρωτάω: -ειρώτημα, Ιων. αντί ἐπερ-.