ἔσσευα

Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. aor. 1 Act. of σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσσευα: Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ σεύω.

French (Bailly abrégé)

ao. épq. de σεύω.

Greek Monotonic

ἔσσευα: Επικ. αόρ. αʹ του σεύω.