ἑστιόομαι

Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Pass., (ἑστία) δῶμ' ἑστιοῦται the house

   A is founded or established (by children), E.Ion 1464 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), ἄπαιδες οὐκέτ’ ἐσμέν οὐδ’. ἄτεκνοι· δῶμ’ ἑστιοῦται, ὁ οἶκος ἑδραιοῦται (δηλ. διά τῶν τέκνων), Λατ. domus constituta, fundata est, Εὐρ. Ἴων. 1464.

Greek Monotonic

ἑστιόομαι: Παθ. (ἑστία), εξασφαλίζομαι, εδραιώνομαι ή θεμελιώνομαι (μέσω απόκτησης παιδιών), σε Ευρ.