ἐρηρέδαται

Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἐρήμ-ατο,

   A v. ἐρείδω.

German (Pape)

[Seite 1027] 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρηρέδᾰται: -ατο, ἴδε ἐρείδω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. Pass. de ἐρείδω.

English (Autenrieth)

see ἐρείδω.

Greek Monolingual

ἐρηρέδαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. ερείδω.

Greek Monotonic

ἐρηρέδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἐρείδω.