ἑσσόομαι
German (Pape)
[Seite 1043] ion. = ἡσσάομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσσόομαι: Ἰων. ἀντὶ ἡσσάομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἡσσάομαι.
Greek Monotonic
ἑσσόομαι: Ιων. αντί ἡσσάομαι.
[Seite 1043] ion. = ἡσσάομαι, Her.
ἑσσόομαι: Ἰων. ἀντὶ ἡσσάομαι.
ion. c. ἡσσάομαι.
ἑσσόομαι: Ιων. αντί ἡσσάομαι.