Ep. gen. of ζυγόν, Il.24.576; ὑπὸ ζ. Poet. ap. D.Chr.32.85.
ζυγόφιν: Ἐπ. γεν. τοῦ ζυγόν, Ἰλ. Ω. 576.
c. ζυγόφι.
ζῠγόφιν: Επικ. γεν. του ζυγόν, σε Ομήρ. Ιλ.