ἕωσπερ

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

strengthd. for ἕως, Th.7.19, Pl.Phdr.243e, v.l. in D.25.70, etc.

German (Pape)

[Seite 1135] auch getrennt geschrieben, so lange als nur, bis, in den Constructionen wie ἕως, Plat. Phaedr. 243 e Apol. 29 d u. öfter,

Greek (Liddell-Scott)

ἕωσπερ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἕως, ἔτι καὶ ἕως, Θουκ. 7. 19, Πλάτ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ou ἕως περ;
conj.
aussi longtemps que, tant que ; se construit comme ἕως.

Greek Monolingual

ἕωσπερ (Α)
επιτ. τ. του ἕως (I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (I) + περ «βέβαια, ακριβώς»].

Greek Monotonic

ἕωσπερ: επιτετ. αντί ἕως, έως, μέχρι, ώσπου, σε Θουκ.