ἡμίλευκος

Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A half-white, Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.

Greek Monotonic

ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.