ἰήλεμος

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 1244] u. die abgeleiteten, ion. = ἰάλεμος u. s. w., w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἰήλεμος: ἰηλεμίζω, ἰηλεμίστρια, Ἰηλυσός, Ἰων. ἀντὶ ἰάλεμος, ἰαλεμίζω, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἰάλεμος.

Greek Monolingual

ἰήλεμος, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιάλεμος.

Greek Monotonic

ἰήλεμος: Ιων. αντί ἰᾱλ-.