κατακαιέμεν

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

inf. prés. épq. de κατακαίω.

Greek Monotonic

κατακαιέμεν: Επικ. αντί -καίειν, απαρ. του κατακαίω.