καταπνοή

Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.