strengthd. for τρίζω, Batr.88.
κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.
pousser un petit cri aigu.Étymologie: κατά, τρίζω.
κατατρίζω (Α)(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.
κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.