κατιππάζομαι

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθιππάζομαι.

Greek Monolingual

κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.

Greek Monotonic

κατιππάζομαι: κατ-ῑρόω, κατ-ίστημι, Ιων. αντί καθ-.