κατίμεν

Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῐ], Ep. pres. inf. Act. of κάτειμι, Il.14.457.

Greek (Liddell-Scott)

κατίμεν: ῐ, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ κάτειμι, Ἰλ. Ξ. 457.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. Act. épq. de κάτειμι.

English (Autenrieth)

see κατιέναι.

Greek Monotonic

κατίμεν: [ῐ], Επικ. απαρ. του κάτ-ειμι (εἶμι, ibo).