κλεῖα

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

κλεῖα: ποιητ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ κλέεα, πληθ. τοῦ κλέος, Ἡσίοδ.

Greek Monotonic

κλεῖα: Επικ. συνηρ. από το κλέεα, πληθ. του κλέος.