κλεπτέον

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must conceal, S.Ph.57.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κλέψῃ, νὰ κρύψῃ, τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον Σοφ. Φιλ. 57.

Greek Monotonic

κλεπτέον: ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.