κρότησις

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; [σιδήρου] Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).

Greek (Liddell-Scott)

κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d’un métal).
Étymologie: κροτέω.

Greek Monotonic

κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.