κρῆσαι: ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ κεράννυμι, Ὅμηρ.
κρῆσαι: Επικ. αντί κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του κεράννυμι.