[ᾰ],
A v. λάσκω.
λάκε: [ᾰ], γ΄ ἑνικ. ἀορ. β΄ Ἐπικ. τοῦ λάσκω, Ἰλ., Ἡσύχ.
see λάσκω.
λάκε: [ᾰ], Επικ. αντί ἔλᾰκε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του λάσκω.